- γυναικίστικα
- 1. τα женская одежда;2. επίρρ. см. γυναίκ(ε)ια 1.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυναικίστικος — η, ο γυναικείος: Αυτά είναι γυναικίστικα κόλπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)